- Ακλάς
- Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θηβαΐδα της Αιγύπτου και έζησε επί Μαξιμιανού. Φυλακίστηκε από τον ηγεμόνα Αρριανό και πέθανε με μαρτυρικό τρόπο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Μαΐου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ακλας — (και ακλος) Γλωσσ. μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, τα οποία σχηματίζονται αναλογικά προς θηλυκά ουσιαστικά σε ακλα. Τα ουσιαστικά σε ακλας ή ακλος είναι συνήθως σκωπτικά π.χ. άντρ ακλας και άντρ ακλος, γαϊδούρ ακλος … Dictionary of Greek
Augmentative — An augmentative is a suffix or prefix added to a noun in order to convey the sense of greater intensity, often though not primarily indicating a larger size. It is the opposite of a diminutive.Augmentatives in a few languagesIn modern English,… … Wikipedia
άντρακλας — ο άντρας μεγαλόσωμος, σωματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αντρ (του άντρας) + (μεγεθυντική κατάλ.) ακλας*] … Dictionary of Greek